φέρω

φέρω
ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α
1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ.
δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.)
2. έχω (α. «μερικά ζώα φέρουν μάρσιπο» β. «το έγγραφο φέρει σφραγίδα» γ. «ἁγνὰς μέν, ὦ παῑ, χεῑρας αἵματος φέρεις;», Ευρ.)
3. μεταφέρω, κομίζω (α. «φέρε μου τις τσάντες με τα ψώνια» β. «φέρον κύμα» γ. «φέρουσα συχνότητα» γ. «ταχέες δὲ πόδες φέρον», Ομ. Ιλ.
δ. «ἡμίονοι φέρον ἐσθῆτα καὶ αὐτήν», Ομ. Οδ.)
4. (για πρόσ. και για οδούς) οδηγώ, κατευθύνω (α. «πού φέρνει αυτό το μονοπάτι;» β. «μάς έφερε στην πόλη ακολουθώντας τη συντομότερη διαδρομή» γ. «ἡ εἰς Θήβας φέρουσα ὁδός», Θουκ.)
5. προσάγω, προσκομίζω (α. «τα εμπορεύματα θα παραδοθούν μόνο στον φέροντα τη σχετική απόδειξη» β. «ἀπέσταλκά σοι Φίλωνα φέροντα ἐπιστολήν», πάπ.)
6. καλώ ή κάνω κάποιον να έλθει κάπου (α. «φέρε μου τον φίλο σου να τόν γνωρίσω» β. «διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε», ΚΔ)
7. συντελώ σε κάτι (α. «η καθαριότητα φέρνει ευεξία» β. «τὰ πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα», Ξεν.)
8. προξενώ, προκαλώ, επιφέρω (α. «η εξωτερική του εμφάνιση μού φέρνει αηδία» β. «τέχναι... φόβον φέρουσιν μαθεῑν», Αισχύλ.)
9. αποδίδω, αποφέρω (α. «η εταιρεία που ίδρυσε τού έφερε μεγάλα κέρδη» β. «γύαι φέρουσι βίοτον», Αισχύλ.)
10. προβάλλω, διατυπώνω (α. «φέρνει συνεχώς αντιρρήσεις» β. «φέρε μου ένα παράδειγμα» γ. «τοὐναντίον πάντα λόγον μᾱλλον ἐρεῑν καὶ πάσας αἰτίας οἴσειν», Δημοσθ.)
11. μέσ. φέρομαι
συμπεριφέρομαι (α. «δεν φέρεται καθόλου καλά» β. «ἡ δεῑνα τολμηρῶς καὶ ἀτάκτως φερομένη», πάπ.)
12. (ως τριτοπρόσ.) φέρεται
υπάρχει η πληροφορία ή η φήμη, λέγεται, διαδίδεται (α. «φέρεται ότι θα γίνει ανασχηματισμός» β. «τοιόνδε φέρεται πρῆγμα γίγνεσθαι», Ηρόδ.)
13. φρ. α) «βαρέως φέρω» — αισθάνομαι ψυχικό βάρος για κάτι, λυπάμαι ή και δυσανασχετώ πολύ
β) «φέρ' ειπείν» — λογουχάρη, παραδείγματος χάριν
14. παροιμ. φρ. «ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει...» — δηλώνει ότι ο καθένας προτιμάει να βλέπει και να κατακρίνει μόνο τα ελαττώματα τών άλλων και να παραβλέπει τα δικά του (Αίσωπ.)
νεοελλ.
1. φορώ («φέρει τη μεγάλη του στολή»)
2. εισάγω από άλλον τόπο («η χώρα μας έφερε όλα τα τελευταία μοντέλα αυτοκινήτων»)
3. ωθώ («ώρες ώρες η συμπεριφορά του μέ φέρνει σε απόγνωση»)
4. (αμτβ.) α) (για πρόσ.) μοιάζω κάπως («φέρνει τής μητέρας του»)
β) (για πράγμ.) αποκλίνω προς κάτι («η μπλούζα σου φέρνει προς το ροζ»)
5. μέσ. θεωρούμαι (α. «φέρεται ως υποψήφιος για το αξίωμα τού πρωθυπουργού» β. «φέρεται ως ένοχος»)
6. φρ. α) «φέρω όπλο» — οπλοφορώ
β) «φέρω την ευθύνη» — είμαι υπεύθυνος»
γ) «φέρω αντίσταση» — ανθίσταμαι
δ) «φέρω αποτέλεσμα» — τελεσφορώ
ε) «φέρω σε αίσιο πέρας» — διεκπεραιώνω με επιτυχία
στ) «φέρω στο φως» — αποκαλύπτω
ζ) «φέρω επί το αυτό» — συγκεντρώνω, συναθροίζω
η) «φέρνω βόλτα»
i) (μτβ.) τυλίγω
ii) (αμτβ.) γυρίζω γύρω γύρω, πηγαινοέρχομαι
θ) «τά φέρνω βόλτα»
μτφ. i) τά καταφέρνω, τά βολεύω
ii) υπεκφεύγω
ι) «φέρνω έναν γύρο» και «φέρνω μια βόλτα» — κάνω μια στροφή χορεύοντας
ια) «τά φέρνω έξι και ένα» — τά κάνω γυαλιά καρφιά
ιβ) «φέρνω με τα νερά μου» — παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι
ιγ) «φέρνω σε θεογνωσία» — τιμωρώ, συνετίζω
ιδ) «φέρνω στον κόσμο» — γεννώ
ιε) «φέρνω τον κατακλυσμό» — προβάλλω ανυπέρβλητες δυσχέρειες, επικαλούμαι σοβαρά εμπόδια
ιστ) «τά φέρνω τσίμα τσίμα» — συντηρούμαι με μεγάλη δυσκολία, τα χρήματα που κερδίζω μόλις μού φτάνουν για να ζήσω
ιζ) «άγω και φέρω κάποιον» — κατευθύνω κάποιον σύμφωνα με τη θέλησή μου, τού επιβάλλω τις απόψεις μου ή τόν παρασύρω εκεί όπου εγώ θέλω
ιη) «ο τρόπος τού φέρεσθαι» — η συμπεριφορά
ιθ) «φέρνω μάρτυρα» — προσάγω, παρουσιάζω μάρτυρα ενώπιον τού δικαστηρίου
κ) «φέρνω γιατρό» — προσκαλώ γιατρό να επισκεφθεί ασθενή
κα) «φέρνω νερό» — διοχετεύω νερό σε κατοικημένες περιοχές με αγωγούς
κβ) «φέρατε αρμ!» — στρατιωτικό παράγγελμα κατά το οποίο ο στρατιώτης κρατάει το όπλο όρθιο στην αριστερή πλευρά τού κορμού του
κγ) «ο λόγος [ή η κουβέντα] τό έφερε» — ειπώθηκε παρεμπιπτόντως και χωρίς να δοθεί ιδιαίτερη σημασία
κδ) «μέ έφερε στο αμήν» — εξάντλησε την υπομονή μου, με οδήγησε στο απροχώρητο
κε) «μού τήν έφερε» — κατόρθωσε να μέ νικήσει με ύπουλο τρόπο ή μέ κορόιδεψε, μέ εξαπάτησε
7. παροιμ. «όσα φέρνει η ώρα δεν τά φέρνει ο χρόνος» — δηλώνει ότι σε μια στιγμή πολλά ανέλπιστα και απρόοπτα μπορούν να συμβούν
μσν.
1. εντάσσομαι («καὶ τὰ λοιπὰ πάντα ὅσα ὑπομνημάτων χρήζουσι, πλὴν εἰ μὴ εἰς αρχικὴν φέρουσι δικαιοδοσίαν», Αθανάσ. Σχ.)
2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φέρον
πλεονέκτημα
μσν.-αρχ.
1. καλώ ή παρουσιάζω κάποιον ως μάρτυρα σε δίκη
2. (το θηλ. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) ἡ ἐνεγκοῡσα
η πατρίδα, γενέτειρα κάποιου
αρχ.
1. μετακινώ κάτι με κόπο, εντείνοντας τις δυνάμεις μου
2. (για τους ανέμους και σχετικά με πλοία) κινώ εδώ κι εκεί
3. είμαι επιρρεπής σε κάτι («ἄγαν προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῑν φέρει», Ευρ.)
4. οδηγώ κάποιον μακριά
5. κατευθύνω («φέρων τὴν αἰτίαν τὴν ἐπιβουλὴν ἐπ' ἐκεῑνον», Πολ.)
6. διευθύνω («ἀνθοῡντα τῇ δόξῃ τότε καὶ φέροντα τὴν πόλιν», Πλούτ.)
7. παρέχω, προσπορίζω («ἀγὼν ὁ τὸ πᾱν φέρων ἡμῑν», Ηρόδ.
β. «οἰκόπεδον φέρον ἐνοίκιον», πάπ.)
8. προσφέρω κάτι κυρίως ως δώρο, δωρίζω
9. επιρρίπτω κάτι σε κάποιον («ἰδοὺ ἐγὼ φέρω κακὰ ἐπὶ Ἱερουσαλήμ», ΠΔ)
10. (για γη ή για φυτό) παράγω
11. (για πρόσ.) γεννώ
12. σχηματίζω («Πηνειὸς Τέμπη φέρει», Φιλόστρ.)
13. παρέχω εισόδημα, κυρίως με μίσθωση
14. αποδίδω («οὐχ ὁ δοξάζων ἐπὶ τί φέρει τὴν δόξαν;», Πλάτ.)
15. παίρνω κάτι το οποίο είμαι άξιος να πάρω ή κάτι που μού οφείλεται («ἄξιος γὰρ οἷ
ἀνὴρ δοῡλος φέρειν ἦν τῆσδε καὶ μείζω χάριν», Σοφ.)
16. (ενεργ. και μέσ.) κερδίζω κάτι με πολλούς κόπους, κατορθώνω με επίμονους αγώνες
17. παίρνω αμοιβή, πληρώνομαι
18. πληρώνω («φόρον τέσσαρα τάλαντα φέρειν», Θουκ.)
19. (σχετικά με λεία και λάφυρα) αρπάζω
20. (σχετικά με ιερό) συλώ («θεῶν ἱερὰ τολμῶσιν φέρειν», Ευρ.)
21. προτείνω κάποιον για την ανάληψη ενός δημόσιου αξιώματος ή τόν διορίζω σε δημόσιο αξίωμα
22. έχω ως επακόλουθο («καὶ νῡν ἐς τί ὑμῑν ταῡτα φαίνεται φέρειν;», Ηρόδ.)
23. αποτείνομαι, απευθύνομαι σε κάποιον («φωνὴν ἐκ τοῡ ἀδύτου γενέσθαι φέρουσαν μὲν πρὸς τὸν Ἀριστόδικον», Ηρόδ.)
24. α) (με τοπ. σημ.) εκτείνομαι
β) (με χρον. σημ.) διαρκώ
25. ρέπω, κλίνω («τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν», Θουκ.)
26. α) μιλώ διαρκώς για κάτι
β) καταγράφω ένα γεγονός
27. ανακοινώνω
28. (ενεργ. και μέσ.) τοποθετώ κάτι χρονικά («μετὰ τὸ ἑκατοστὸν ἔτος τῆς Ἰλίου ἁλώσεως τὴν Ὁμήρου ἡλικίαν φέρει», Κλήμ.)
29. ισχυρίζομαι κάτι
30. τελώ εορτή
31. (μέσ. και παθ.) α) μετακινούμαι με βίαιο τρόπο και ακούσια με την επενέργεια μιας εξωτερικής δύναμης, όπως λ.χ. τού ανέμου ή τών κυμάτων («κονιορτοῡ φερομένου», Πλάτ.)
β) βαδίζω ή πηγαίνω κάπου («ποῑ γᾱς φέρομαι;», Σοφ.)
γ) παίρνω κάτι μαζί μου για προσωπική μου χρήση
δ) (γενικά) παίρνω («ἱρὰς ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῡ», Σοφ.)
ε) παίρνω κάτι ως βραβείο
στ) επιλέγω, προτιμώ
ζ) κάνω κάτι για μένα τον ίδιο
η) καταγράφω, καταχωρίζω σε βιβλίο
θ) επηρεάζομαι από κάτι
ι) εμπνέομαι από κάποιον ή από κάτι
ια) έχω γνώμη σχετικά με ένα θέμα
32. μτφ. α) υπομένω κάτι («ὁπότε οὖν πόλις μὲν τὰς ἰδίας ξυμφορὰς οἵα τε φέρειν», Θουκ.)
β) (σχετικά με τροφή ή με δυνατό κρασί) αντέχω
γ) βάζω όλη τη δύναμή μου προκειμένου να νικήσω αντίπαλο («οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς φέρον», Ομ. Ιλ.)
δ) (για ορμές και επιθυμίες) συναρπάζω, παρασύρω κάποιον
33. (ως τριτοπρόσ.) φέρεται
α) (σχετικά με λέξη) i) χρησιμοποιείται
ii) είναι γραμμένη
β) (για λογοτεχνικό έργο) i) κυκλοφορεί, διανέμεται
ii) αποδίδεται σε έναν συγγραφέα
34. (ως απρόσ.) φέρει
(με απρμφ.) είναι συμφέρον να..., συμφέρει να...
35. η μτχ. ενεργ. ενεστ. φέρων, φέρουσα, φέρον
συχνά συντάσσεται με ρ. προκειμένου να δηλώσει μια δευτερεύουσα σε σχέση με αυτήν που δηλώνει το ρήμα ενέργεια (α....φέρων...ἔδωκεν» — έφερε και έδωσε, Ομ. Οδ.
β. «...ἔστησε φέρων» — έφερε και έστησε, Ομ. Οδ.)
36. το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. φερόμενος συντάσσεται με ρ. προκειμένου να δηλωθεί έτσι μια πράξη που γίνεται με μεγάλη σπουδή, εσπευσμένα ή με μεγάλη προθυμία («φερόμενοι ἐσέπιπτον ἐς τοὺς Αἰγινήτας» — έκαναν ορμητική και εσπευσμένη επίθεση, Ηρόδ.)
37. το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. φέρουσα με παθ. σημ. συντάσσεται συχνά με ρ., προκειμένου να δηλώσει πολύ ορμητική ενέργεια («φέρουσα ἐνέβαλε νηΐ φιλίῃ» — συγκρούστηκε με μεγάλη δύναμη, Ηρόδ.)
38. (το β' εν. πρόσ. προστ. ενεργ. ενεστ. με επιρρμ. σημ.) φέρε
α) (όταν ακολουθεί τ. προστ. ή υποτ.) εμπρός, έλα, ας (α. «φέρ' εἰπὲ δή μοι», Σοφ.
β. «φέρε στήσωμεν», Ηρόδ.)
β) (με απρμφ.) ας υποθέσουμε ότι, δεδομένου ότι...
39. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φέρον
η τύχη, η μοίρα
40. φρ. α) «γαστέρι φέρω κοῡρον»
(για γυναίκα) είμαι έγκυος
β) «πικρῶς, δεινῶς, χαλεπῶς, δυσπετῶς, βαρυστόνως φέρω τι» — υπομένω κάτι με μεγάλη δυσθυμία
γ) «κούφως, εὐπόρως, εὐπετῶς, εὐχερῶς, εὐμενῶς, ῥᾳδίως, προθύμως φέρω τι» — υπομένω κάτι με μεγάλη καρτερικότητα
δ) «ποῡ φερόμεθα;»·μτφ. δηλώνει παράπονο ή αγανάκτηση
ε) «ἔκκρισις ἐκ μικρῶν φέρουσα διαστημάτων»
ιατρ. διαλείπουσα έκκριση (Σωρ.)
στ) «οἱ φερόμενοι θεοί» — οι αστέρες και οι πλανήτες (Πλωτ.)
ζ) «φέρω χάριν τινί»
i) κάνω χάρη σε κάποιον
ii) δείχνω σε κάποιον την ευγνωμοσύνη μου
η) «μῆνιν φέρω τινί» — είμαι οργισμένος με κάποιον
θ) «ἡ φερομένη οὐσία»·. (φιλοσ.) η ουσία που διαρκώς κινείται σύμφωνα με τη θεωρία τής καθολικής κίνησης (Πλάτ.)
ι) «μέγα φέρεται πὰρ σέθεν» — δηλώνει λόγο που εκστομίζεται με μεγάλη βαρύτητα (Πίνδ.)
ια) «φέρω τὰ πράγματα ἐπί τινα» — παρέχω, προσδίδω ισχύ σε κάποιον (Πολ.)
ιβ) «φέρομαι ἐπί τι τινός» — λαμβάνω βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσω μια δύσκολη κατάσταση (Ηρόδ.)
ιγ) «τὰ πρῶτα ή τὰ δεύτερα φέρομαι»
μτφ. κερδίζω και καταλαμβάνω την πρώτη ή τη δεύτερη θέση (Ηρόδ.)
ιδ) «πλέον φέρομαι» — πλεονεκτώ έναντι κάποιου άλλου (Ηρόδ.)
ιε) «ἄγω καὶ φέρω» — λεηλατώ ολοσχερώς, καταληστεύω
ιστ) «σύνοδον φέρω» — συνεισφέρω στα έξοδα μιας συνέλευσης επιγρ.
ιζ) «ψῆφον φέρω» — ρίχνω την ψήφο μου στην κάλπη, αποφασίζω για κάτι με ψηφοφορία
ιη) «εὖ [ή πονήρως] φέρομαι παρά τινι»
(για πρόσ.) έχω καλή ή κακή φήμη σε κάποιους (Ξεν.)
ιθ) «καλῶς [ή κακῶς] φέρομαι»
(για ενέργειες, έργα) πετυχαίνω ή αποτυγχάνω (Σοφ.)
κ) «φέρομαι ἐπί τι»
(για λέξη) αναφέρομαι σε κάτι (Απολλ. Δύσκ.)
κα) «ἐν χρόνοις φέρεται» — χρονολογείται από... (Στράβ.)
κβ) «μῡθον [ή ἀγγελίαν] φέρω τινί» — λέω σε κάποιον κάτι ή μεταφέρω μια είδηση σε κάποιον (Ομ. Ιλ., Ομ. Οδ.)
κγ) «εὖ φέρομαι
(για πρόσ.) πετυχαίνω σε κάτι (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φέρω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bher- «φέρνω, μεταφέρω, σηκώνω, γεννώ» και συνδέεται με αρχ. ινδ. bharati «φέρνει», λατ. fero «φέρνω», αβεστ. baraiti «φέρνει», γοτθ. baira «φέρνω, γεννώ» (πρβλ. γερμ. ge-baren «γεννώ»), αρμ. berem «φέρνω». Παρλλ. προς τον θεματικό ενεστ. φέρω θα πρέπει να υπήρχε και τ. αθέματου ενεστ., όπως υποδηλώνει και ο τ. προστ. φέρτε, αντί φέρετε (πρβλ. λατ. προστ. fer, ferte, αρχ. ινδ. bharti), αλλά απαντούν και τ. που εμφανίζουν θ. φαρ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. δωρ. ενεστ. φάρω, ἰσο-φαρ-ίζω κ.λπ.). Τα παρ. και τα σύνθ. τού ρ. φέρω έχουν σχηματιστεί από θ: α) φερ- τής απαθούς βαθμίδας, πρβλ. φέρ-μα (αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. bhar-man- «φορτίο»), φερνή*, φερτός·β) φορ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας, πρβλ. φόρος (αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. bhara- «κέρδος, πιάσιμο»), φορά κ.λπ.
γ) φρ- τής μηδενισμένης βαθμίδας στη λ. δίφρ-ος*
δ) φωρ- τής εκτεταμένης ετεροιωμένης βαθμίδας στο ριζικό όν. φώρ*. Εκτός από τις μορφές αυτές θέματος, απαντά και θ. φερε- στον τ. φέρετρον και στον αιολ. τ. φέρενα τής λ. φερνή, το οποίο προέρχεται από μια δισύλλαβη μορφή ρίζας *bher-ә1-, παρλλ. τής *bher- (πρβλ. και λατ. fer-culum / feri-culum «πιάτο», αρχ. ινδ. bhari-man «μεταφορά»). Κατά τη σύνθεση, το ρ. φέρω απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή φερ(ε)- (πρβλ. τα α' συνθετικά σε -ε-: αρχε-*: άρχω, εχε-*: έχω κ.λπ.) και ως β' συνθετικό με τις μορφές: α) -φόρος (πρβλ. αρχ. ινδ. -bhara-, αβεστ. -bara-, αρμ. -vor
βλ. λ. -φορος)
β) -φερής (μέσω ενός αμάρτυρου σιγμόληκτου ουδ. *φερος, το οποίο θα αντιστοιχούσε στο αρχ. ινδ. bharas- «μεταφορά») σε σύνθ. με προθέσεις κυρίως τα οποία συνδέονται με αντίστοιχα ρ. (πρβλ. περι-φερής: περιφέρομαι)
γ) -φορᾱς (πρβλ. βακτροφόρας, πελτο-φόρας). Από το ρ. φέρω, εξάλλου, έχουν σχηματιστεί πολλά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Φέρης, Φάρης, Εὐ-φέρων, Φερε-κύδης, Καλλί-φορος, Ἀντί-φαρης, Συμ-φέρμιος [πρβλ. φέρμα] κ.ά.). Το ρ. φέρω απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή, πρβλ. pere = φέρει. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι από το θ. τού ρ. φέρω έχει σχηματιστεί μόνο ο ενεστ. και ο παρατατικός και δύο μτγν. τ. αορ.: ἤφερα και ἔφερσεν
ἐκύησεν (Ησύχ.), ενώ οι υπόλοιποι χρόνοι έχουν προέλθει από διαφορετικά θ. (βλ. λ. οἴσω, ἐνεγκεῖν). Ο νεοελλ. τ. φέρνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἔφερα, κατά το σχήμα δάκνω —ἔδακον, τέμνω —ἔτεμον. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, ο τ. φέρνω απαντά ως β' συνθετικό σε ρ. και με σημ. «μοιάζω» (πρβλ. αγγλο-φέρνω, χαζο-φέρνω).
ΠΑΡ. φέρετρο(ν), φέρμα (II), φερτός, φορά, φοράδα(-άς), φορέας(-εύς)
αρχ.
φερτρύς, φοράδην, φόρετρον, φορηδόν αρχ.-μσν. φόριμος·μσν. φέρος·νεοελλ. φέρσιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φερέγγυος, φερέοικος, φερέπονος, φερώνυμος·αρχ. φεράλιος, φεράλληλος, φέρασπις, φερεγλαγής, φερέζυγος, φερέκακος, φερέκαρπος, φερεκλεής, φερέκοσμος, φερεκυδής, φερέμηλος, φερεμμελίης, φερένικος, φερέοινος, φερέπολις, φερέπτερος, φερεπτέρυγος, φτερεπτέρυξ, φερεπτόλεμος, φερέπυρος, φερέσβιος, φερεσσακής, φερεστάφυλος, φερεστέφανος, φερόλβιος, φέροπλος·αρχ.-μσν. φερανθής, φεραυγής, φερέβοτρυς, φερέζωος, φερέσπονδος, φερέσταχυς·μσν. φέραλγος, φερέδειπνος, φερέφλογος, φερέχαιρος·νεοελλ. φέρελπις, φερέφωνο. (Β' συνθετικό) αναφέρω, ανταναφέρω, αντεισφέρω, αντεπιφέρω, αντιπροσφέρω, αποφέρω, διαφέρω, εισφέρω, εκφέρω, επαναφέρω, επιφέρω, καταφέρω(-φέρνω), μεταφέρω(-φέρνω), περιφέρω, προαναφέρω, προεισφέρω, προσφέρω(-φέρνω), προφέρω, συμπεριφέρω(-ομαι), συμπροφέρω, συμφέρω, συναποφέρω, συνεισφέρω, συνεκφέρω, συνεπιφέρω, υποφέρω
αρχ.
αναποφέρω, ανθυποφέρω, ανταποφέρω, αντεκπροφέρω, αντιπροφέρω, αντιφέρω, διεκφέρω, εκπροφέρω, εμφέρω, εναποφέρω, εξαναφέρω, επεισφέρω, επεκφέρω, επεμφέρω, επικαταφέρω, επιμεταφέρω, επιπροφέρω, επισυμφέρω, μεταναφέρω, παρεισφέρω, παρεκφέρω, παρεμφέρω, παρεπιφέρω, παραφέρω, προαποφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσεισφέρω, προσεκφέρω, προσεμφέρω, προσεπεισφέρω, συγκαταφέρω, συμμεταφέρω, συμπαραφέρω, συναναφέρω, συνδιαφέρω, συνεμφέρω, συνεπεισφέρω, συνυποφέρω, υπεκφέρω, υπερφέρω, υποδιαφέρω
νεοελλ.
αγαθοφέρνω, αγγλοφέρνω, αγοροφέρνω, αγουροφέρνω, αγριοφέρνω, ασκημοφέρνω, βλακοφέρνω, γαϊδουροφέρνω, γαλλοφέρνω, γεροντοφέρνω, γεροφέρνω, γλυκοφέρνω, γυναικοφέρνω, γυροφέρνω, ενδιαφέρω, καλοκαταφέρνω, κοντοφέρνω, κοντοφέρνω, κουτσοκαταφέρνω, λογοφέρνω, ματαφέρνω, μαυροφέρνω, μεγαλοφέρνω, μικροφέρνω, μισοκαταφέρνω, ξαναφέρνω, ξενοφέρνω, ξινοφέρνω, πικροφέρνω, πολυδιαφέρω, πολυκαταφέρνω, πολυφέρνω, σκουροφέρνω, σοβαροφέρνω, συνεφέρ(ν)ω, χαζοφέρνω, χωριατοφέρνω, ψευτοκαταφέρνω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φέρω — φέρω, έφερα βλ. πίν. 217 Σημειώσεις: φέρνω, φέρνομαι – φέρω, φέρομαι : το φέρω έχει στενότερη σημασία από το φέρνω. Σημαίνει συνήθως → έχω επάνω μου κάτι (ως φυσικό, μόνιμο ή παροδικό στοιχείο) ή έχω ορισμένη υπογραφή, επιγραφή κτλ. Το φέρομαι… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φέρω — και φέρνω έφερα, φέρθηκα, φερμένος 1. μτβ., σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω, υποβαστάζω: Φέρνει τη στάμνα στον ώμο του. 2. έχω κάτι πάνω μου ή από τη φύση μου ή ως εξάρτημα ή γραμμένο, και γενικά έχω: Τα ζώα που φέρουν κέρατα λέγονται κερασφόρα. –… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φέρω — fero pres subj act 1st sg φέρω fero pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρεσθον — φέρω fero pres imperat mp 2nd dual φέρω fero pres ind mp 3rd dual φέρω fero pres ind mp 2nd dual φέρω fero imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετον — φέρω fero pres imperat act 2nd dual φέρω fero pres ind act 3rd dual φέρω fero pres ind act 2nd dual φέρω fero imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρον — φέρω fero pres part act masc voc sg φέρω fero pres part act neut nom/voc/acc sg φέρω fero imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φέρω fero imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρεσθε — φέρω fero pres imperat mp 2nd pl φέρω fero pres ind mp 2nd pl φέρω fero imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρετε — φέρω fero pres imperat act 2nd pl φέρω fero pres ind act 2nd pl φέρω fero imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέρῃ — φέρω fero pres subj mp 2nd sg φέρω fero pres ind mp 2nd sg φέρω fero pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνηνεγμένα — φέρω fero perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐνηνεγμένᾱ , φέρω fero perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”